- τοπαστικός
- τοπασ-τικός, ή, όν,A divinatory, sagacious, Men.Epit. 340.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τοπαστικός — ή, όν, Α [τοπάζω] υποθετικός … Dictionary of Greek
τοπαστικόν — τοπαστικός divinatory masc acc sg τοπαστικός divinatory neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)